παραφυάδων

παραφυάδων
παραφυάς
side-growth
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • μοσχεία — μοσχεία, ἡ (Α) [μοσχεύω (Ι)] η μόσχευση, το φύτεμα παραβλαστημάτων, παραφυάδων …   Dictionary of Greek

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • ροδανός — I (Rhτne γαλλικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που εκβάλλει στον Κόλπο του Λέοντα (Μεσόγειος θάλασσα). Με τον ρου του (812 χλμ.) διασχίζει τη νότια Ελβετία και τη νοτιοανατολική Γαλλία και έχει λεκάνη απορροής 99.000 χλμ., από τα οποία 90.000… …   Dictionary of Greek

  • Δαμασκός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός ήρωας της Αρκαδίας, γιος του Ερμή από τη νύμφη Αλιμήδη. Κατά τον Στέφαvo Βυζάντιο, ήταν ιδρυτής της Δαμασκού της Συρίας, που της έδωσε το όνομά του. 2. Ένας από τους διώκτες της θρησκείας του Διονύσου.… …   Dictionary of Greek

  • μαμιλάρια — (Mammillaria). Γένος δικοτυλήδονων αγγειοσπέρμων φυτών της οικογένειας των κακτιδών, με περισσότερα από 200 είδη, ιθαγενή του Μεξικού, της Αριζόνας και της νότιας Καλιφόρνιας. Τα φυτά αυτά έχουν σφαιρικό σαρκώδη βλαστό που απολήγει σε μια βάση… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Πλόβντιβ — (Φιλιππούπολη). Πόλη της νοτιοκεντρικής Βουλγαρίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος (13.628 τ. χλμ.). Βρίσκεται επί του ποταμού Έβρου (Μαρίτσα), στην εκτεταμένη λεκάνη που ανοίγεται μεταξύ του αυχένα του Αίμου στα Β και των παραφυάδων της… …   Dictionary of Greek

  • Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… …   Dictionary of Greek

  • Ρίο Γκράντε ντου Σουλ — (Rio Grande do Sul). Ομόσπονδη Πολιτεία της νότιας Βραζιλίας. Βρέχεται στα ΝΑ από τον Ατλαντικό ωκεανό, όπου σχηματίζει μια αμμώδη ακτή και λιμνοθάλασσα (Λαγκόα ντος Πάτος, Λαγκόα Μιρίν) και συνορεύει στα ΝΔ με την Ουρουγουάη, στα Δ και στα ΒΔ με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”